ψωροκώσταινα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψωροκώσταινα θηλυκό
- (ειρωνικό ή περιπαιχτικό) χαρακτηρισμός για το ελληνικό κράτος, για να τονιστεί η ανοργανωσιά, η οικονομική κακοδαιμονία του κ.λπ.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψωροκώσταινα
|
- ↑ Ίσως από την προσωνυμία ξεπεσμένης αστής, που παρά τη φτώχεια της συνεισέφερε σε έρανο για το ελληνικό κράτος στο μετεπαναστατικό Ναύπλιο. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αρθρίτιδα' με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ψωρο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)