ψωροπερήφανος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψωροπερήφανος < ψώρα + περήφανος <υπερήφανος
Επίθετο[επεξεργασία]
ψωροπερήφανος, -η, -ο,
- για κάποιον φτωχό που όμως υπερηφανεύεται
- αφού δεν έχεις να φας, τι την θες την BMW ρε ψωροπερήφανε;
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψωροπερήφανος
|