ψόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψόγος | οι | ψόγοι |
γενική | του | ψόγου | των | ψόγων |
αιτιατική | τον | ψόγο | τους | ψόγους |
κλητική | ψόγε | ψόγοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψόγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψόγος < ψέγω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpso.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψό‐γος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψόγος αρσενικό
- μομφή, κατάκριση, αποδοκιμασία
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)