ψόφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψόφος | οι | ψόφοι |
γενική | του | ψόφου | των | ψόφων |
αιτιατική | τον | ψόφο | τους | ψόφους |
κλητική | ψόφε | ψόφοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψόφος < αρχαία ελληνική ψόφος (θόρυβος). Η σημασία από τη μεσαιωνική.[1] Δείτε και ψοφώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψόφος αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (που) κακό ψόφο να 'χεις
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψόφος
[επεξεργασία]
- ↑ «ψόφος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψόφος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψόφος αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- ψόφος στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «ψόφος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)