ψύχομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpsi.xo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψύ‐χο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

ψύχομαι, π.αόρ.: ψύχθηκα, μτχ.π.π.: ψυγμένος, (ενεργ.: ψύχω)

  • παθητική φωνή του ρήματος ψύχω → και δείτε την κλίση 
    ο κινητήρας του αυτοκινήτου ψύχεται με ένα συνδυασμό υδρόψυξης και αερόψυξης

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψύχομαι < μεσοπαθητική φωνή του ρήματος ψύχω

Ρήμα[επεξεργασία]

ψύχομαι → δείτε τη λέξη ψύχω

  1. (μεταφορικά) κρυώνω
  2. είμαι ψυχρός

Σύνθετα[επεξεργασία]