ψύχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψύχω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψύχω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpsi.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψύχω
Ρήμα
[επεξεργασία]ψύχω, στ.μέλλ.: θα ψύξω, αόρ.: έψυξα, παθ.φωνή: ψύχομαι, π.αόρ.: ψύχθηκα, μτχ.π.π.: ψυγμένος
- κατεβάζω πολύ τη θερμοκρασία ενός αντικειμένου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψύχω | έψυχα | θα ψύχω | να ψύχω | ψύχοντας | |
β' ενικ. | ψύχεις | έψυχες | θα ψύχεις | να ψύχεις | ψύχε | |
γ' ενικ. | ψύχει | έψυχε | θα ψύχει | να ψύχει | ||
α' πληθ. | ψύχουμε | ψύχαμε | θα ψύχουμε | να ψύχουμε | ||
β' πληθ. | ψύχετε | ψύχατε | θα ψύχετε | να ψύχετε | ψύχετε | |
γ' πληθ. | ψύχουν(ε) | έψυχαν ψύχαν(ε) |
θα ψύχουν(ε) | να ψύχουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έψυξα | θα ψύξω | να ψύξω | ψύξει | ||
β' ενικ. | έψυξες | θα ψύξεις | να ψύξεις | ψύξε | ||
γ' ενικ. | έψυξε | θα ψύξει | να ψύξει | |||
α' πληθ. | ψύξαμε | θα ψύξουμε | να ψύξουμε | |||
β' πληθ. | ψύξατε | θα ψύξετε | να ψύξετε | ψύξτε | ||
γ' πληθ. | έψυξαν ψύξαν(ε) |
θα ψύξουν(ε) | να ψύξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψύξει | είχα ψύξει | θα έχω ψύξει | να έχω ψύξει | ||
β' ενικ. | έχεις ψύξει | είχες ψύξει | θα έχεις ψύξει | να έχεις ψύξει | έχε ψυγμένο | |
γ' ενικ. | έχει ψύξει | είχε ψύξει | θα έχει ψύξει | να έχει ψύξει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψύξει | είχαμε ψύξει | θα έχουμε ψύξει | να έχουμε ψύξει | ||
β' πληθ. | έχετε ψύξει | είχατε ψύξει | θα έχετε ψύξει | να έχετε ψύξει | έχετε ψυγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ψύξει | είχαν ψύξει | θα έχουν ψύξει | να έχουν ψύξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ψυγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ψυγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ψυγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ψυγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψύχομαι | ψυχόμουν(α) | θα ψύχομαι | να ψύχομαι | ||
β' ενικ. | ψύχεσαι | ψυχόσουν(α) | θα ψύχεσαι | να ψύχεσαι | - | |
γ' ενικ. | ψύχεται | ψυχόταν(ε) | θα ψύχεται | να ψύχεται | ||
α' πληθ. | ψυχόμαστε | ψυχόμαστε ψυχόμασταν |
θα ψυχόμαστε | να ψυχόμαστε | ||
β' πληθ. | ψύχεστε | ψυχόσαστε ψυχόσασταν |
θα ψύχεστε | να ψύχεστε | (ψύχεστε) | |
γ' πληθ. | ψύχονται | ψύχονταν ψυχόντουσαν |
θα ψύχονται | να ψύχονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψύχθηκα | θα ψυχθώ | να ψυχθώ | ψυχθεί | ||
β' ενικ. | ψύχθηκες | θα ψυχθείς | να ψυχθείς | ψύξου | ||
γ' ενικ. | ψύχθηκε | θα ψυχθεί | να ψυχθεί | |||
α' πληθ. | ψυχθήκαμε | θα ψυχθούμε | να ψυχθούμε | |||
β' πληθ. | ψυχθήκατε | θα ψυχθείτε | να ψυχθείτε | ψυχθείτε | ||
γ' πληθ. | ψύχθηκαν ψυχθήκαν(ε) |
θα ψυχθούν(ε) | να ψυχθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ψυχθεί | είχα ψυχθεί | θα έχω ψυχθεί | να έχω ψυχθεί | ψυγμένος | |
β' ενικ. | έχεις ψυχθεί | είχες ψυχθεί | θα έχεις ψυχθεί | να έχεις ψυχθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ψυχθεί | είχε ψυχθεί | θα έχει ψυχθεί | να έχει ψυχθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ψυχθεί | είχαμε ψυχθεί | θα έχουμε ψυχθεί | να έχουμε ψυχθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ψυχθεί | είχατε ψυχθεί | θα έχετε ψυχθεί | να έχετε ψυχθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ψυχθεί | είχαν ψυχθεί | θα έχουν ψυχθεί | να έχουν ψυχθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ψυγμένος - είμαστε, είστε, είναι ψυγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ψυγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ψυγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ψυγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ψυγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ψυγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ψυγμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ψύχω [ῡ] | ψύχομαι [ῡ] |
Παρατατικός | ἔψυχον [ῡ] | |
Μέλλοντας | ψύξω [ῡ] | ψυχθήσομαι/ψυγήσομαι/ψυχήσομαι [ῠ] |
Αόριστος | ἔψυξα [ῡ] | ἐψύχθην/ἐψύχην/ἐψύγην [ῠ] |
Παρακείμενος | ἔψυχα [ῡ] | ἔψυγμαι |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]ψύχω < αβέβαιης ετυμολογίας πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰes- (παραπέμπει σε σχετικά με πνοή, φύσημα, κοινό στην ψυχή και στην ψύξη) ή προελληνικής ετυμολογικής προέλευσης
Ρήμα
[επεξεργασία]ψύχω
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- το υ βραχύ [ῠ] στο μέλλοντα ψῠγήσομαι-χησομαι και στον αόριστο ἐψύχην
Συγγενικά
[επεξεργασία]
θέμα ψυγ- θέμα ψυξ-
|
θέμα ψυκ- |
θέμα ψυχ- (όπως 'κρύο') θέμα ψυχ- + -ρός |
Σύνθετα
[επεξεργασία]
με το ψύχω |
Κλίση
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ψύχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψύχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)