ψῦξαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Απαρέμφατο[επεξεργασία]
ψῦξαι
- απαρέμφατο ενεργητικού αορίστου (ἔψυξα) του ψύχω
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ψῦξαι