ψῦχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψῦχος < ψύχω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψῦχος-ους ουδέτερο

  1. το κρύο
  2. ο χειμώνας
  3. ο παγετός
  4. η δροσιά