ωδίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωδίνω < αρχαία ελληνική ὠδίνω
Ρήμα[επεξεργασία]
ωδίνω
- κοιλοπονάω, έχω τους πόνους της γέννας
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Χρησιμοποιείται μόνο στην παροιμιώδη έκφραση:
- ώδινεν όρος και έτεκε μυν: κοιλοπονούσε ένα βουνό και γέννησε ένα ποντίκι (δηλαδή μετά από μια προσπάθεια, που ήταν - ή ήθελε να φαίνεται - υπερβολικά μεγάλη, επιτεύχθηκε ένα πολύ μικρό αποτέλεσμα (Ὤδινεν ὄρος, εἶτα μῦν ἀπέτεκεν)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωδίνω
|