ωδίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωδίνω < αρχαία ελληνική ὠδίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ωδίνω

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Χρησιμοποιείται μόνο στην παροιμιώδη έκφραση:

  • ώδινεν όρος και έτεκε μυν: κοιλοπονούσε ένα βουνό και γέννησε ένα ποντίκι (δηλαδή μετά από μια προσπάθεια, που ήταν - ή ήθελε να φαίνεται - υπερβολικά μεγάλη, επιτεύχθηκε ένα πολύ μικρό αποτέλεσμα (Ὤδινεν ὄρος, εἶτα μῦν ἀπέτεκεν)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]