ωθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὠθεῖς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ωθείς

  • β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ωθώ