ωθηθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ωθηθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ωθούμαι
  2. θα ωθηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ωθούμαι

Μετοχή[επεξεργασία]

ωθηθείς

  1. αρχαϊζουσα μετοχή του αορίστου του ρήματος ωθώ, εκείνος που ωθήθηκε (ο ωθηθείς, η ωθηθείσα, το ωθηθέν)