ωκεάνιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ωκεάνιος | η | ωκεάνια | το | ωκεάνιο |
γενική | του | ωκεάνιου | της | ωκεάνιας | του | ωκεάνιου |
αιτιατική | τον | ωκεάνιο | την | ωκεάνια | το | ωκεάνιο |
κλητική | ωκεάνιε | ωκεάνια | ωκεάνιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ωκεάνιοι | οι | ωκεάνιες | τα | ωκεάνια |
γενική | των | ωκεάνιων | των | ωκεάνιων | των | ωκεάνιων |
αιτιατική | τους | ωκεάνιους | τις | ωκεάνιες | τα | ωκεάνια |
κλητική | ωκεάνιοι | ωκεάνιες | ωκεάνια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωκεάνιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ὠκεάνειος (αντί του αναμενόμενου Ὠκεάνιος) [1] Συγχρονικά αναλύεται σε ωκεαν(ός) + -ιος. Δείτε και Ωκεάνειος με -ειος.[2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.ceˈa.ni.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐κε‐ά‐νι‐ος
Επίθετο[επεξεργασία]
ωκεάνιος, -α, -ο (& Ωκεάνειος)
- που σχετίζεται ή αναφέρεται στον ωκεανό
[επεξεργασία]
- Ωκεανία (η ήπειρος)
→ και δείτε τη λέξη ωκεανός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ ωκεάνιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ «ωκεάνειος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)