ωκεανοί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ωκεανοί αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του ωκεανός
Δείτε επίσης : ὠκεανοί, Ὠκεανοί |
ωκεανοί αρσενικό