ωλένη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὠλένη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωλένη οι ωλένες
      γενική της ωλένης των ωλενών
    αιτιατική την ωλένη τις ωλένες
     κλητική ωλένη ωλένες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η άρθρωση του καρπού: στο κάτω μέρος της εικόνας, η ωλένη

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωλένη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὠλένη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /oˈle.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐λέ‐νη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ωλένη θηλυκό

  • (ανατομία) το ένα από τα δύο οστά του πήχυ του χεριού, που ξεκινά από τον αγκώνα και καταλήγει στον καρπό, στην πλευρά του μικρού δακτύλου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]