Μετάβαση στο περιεχόμενο

ωμ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ωμ < (λόγιο δάνειο) γερμανική Ohm, το επώνυμο του Γερμανού φυσικού Γκέοργκ Ωμ[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈom/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ωμ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]