ωμίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ωμίτης | οι | ωμίτες |
γενική | του | ωμίτη | των | ωμιτών |
αιτιατική | τον | ωμίτη | τους | ωμίτες |
κλητική | ωμίτη | ωμίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωμίτης αρσενικό
- (ενδυμασία) ύφασμα που έχει ραφτεί στο τμήμα των ρούχων που καλύπτει τους ώμους
- (ιατρική) ειδικό ελαστικό κάλυμμα για την στήριξη ή την περίδεση της ωμοπλάτης
Πηγές[επεξεργασία]
- ωμίτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ωμίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωμίτης
|