ωμοπλάτη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὠμοπλάτη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωμοπλάτη οι ωμοπλάτες
      γενική της ωμοπλάτης των ωμοπλατών
    αιτιατική την ωμοπλάτη τις ωμοπλάτες
     κλητική ωμοπλάτη ωμοπλάτες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Όψη των οστών του θώρακα από πίσω· διακρίνονται οι δύο τριγωνικές ωμοπλάτες.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ωμοπλάτη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὠμοπλάτη. Μορφολογικά αναλύεται σε ωμο- (ώμος) + πλάτη.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /o.moˈpla.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐μο‐πλά‐τη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ωμοπλάτη θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]