ωμοφόριο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ωμοφόριο < ὠμοφόριον στην καθαρεύουσα < ὦμος + φέρω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ωμοφόριο ουδέτερο
- εκκλησιαστικό άμφιο· αποτελείται από μια πλατιά λωρίδα υφάσματος που φοριέται πάνω από τους ώμους και είναι διακριτικό των επισκόπων της ορθόδοξης εκκλησίας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
ωμοφόριο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ωμοφόριο
|