ωμότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ωμότητα | οι | ωμότητες |
γενική | της | ωμότητας | των | ωμοτήτων |
αιτιατική | την | ωμότητα | τις | ωμότητες |
κλητική | ωμότητα | ωμότητες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ωμότητα < αρχαία ελληνική ὠμότης < ὠμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ωμότητα θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ωμά (επίρρ.)
- ωμοβόρος (επίθ.)
- ωμόπλινθος (ουσ.)
- ωμός (επίθ.)
- ωμοφάγος (επίθ.)