ωρέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επιφώνημα[επεξεργασία]
ωρέ!
- (+ κλητική, παρωχημένο, δημοτική) ρε, μωρέ
- Ωρέ παλικάρια! σηκωθείτε να κινήσουμε για Τριπολιτσά, μη μας πάρ' η νύχτα
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μωρέ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωρέ
|
[επεξεργασία]
- ↑ ωρέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.