ωρέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωρέ < κλητική μωρέ του μωρός, ίσως με σύντμηση[1] < αρχαία ελληνική μωρός

Επιφώνημα[επεξεργασία]

ωρέ!

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη μωρέ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]