ωραιοποιούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ωραιοποιούμαι, π.αόρ.: ωραιοποιήθηκα, μτχ.π.π.: ωραιοποιημένος
- παθητική φωνή του ρήματος ωραιοποιώ
ωραιοποιούμαι, π.αόρ.: ωραιοποιήθηκα, μτχ.π.π.: ωραιοποιημένος