ωραιόπαθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωραιόπαθος η ωραιόπαθη το ωραιόπαθο
      γενική του ωραιόπαθου της ωραιόπαθης του ωραιόπαθου
    αιτιατική τον ωραιόπαθο την ωραιόπαθη το ωραιόπαθο
     κλητική ωραιόπαθε ωραιόπαθη ωραιόπαθο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωραιόπαθοι οι ωραιόπαθες τα ωραιόπαθα
      γενική των ωραιόπαθων των ωραιόπαθων των ωραιόπαθων
    αιτιατική τους ωραιόπαθους τις ωραιόπαθες τα ωραιόπαθα
     κλητική ωραιόπαθοι ωραιόπαθες ωραιόπαθα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωραιόπαθος < ωραιό- + -παθος

Επίθετο[επεξεργασία]

ωραιόπαθος, -η, -ο

  • → δείτε τη λέξη  ωραιοπαθής
    ※  Αν τυχόν ζούσε ο ποιητής τους, ο ωραιόπαθος εκείνος άνθρωπος, και τόσο λεπτολόγος και στα πιο μικρά και ασήμαντα, θα αιστανότανε αληθινή θλίψη, μαζί και αηδία, βλέποντας το έργο του έτσι άθλια τυπωμένο (Τα Νέα Γράμματα, τόμ. 5, σελ. 123, 1939)