ωραιόπαθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ωραιόπαθος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ωραιοπαθής
- ※ Αν τυχόν ζούσε ο ποιητής τους, ο ωραιόπαθος εκείνος άνθρωπος, και τόσο λεπτολόγος και στα πιο μικρά και ασήμαντα, θα αιστανότανε αληθινή θλίψη, μαζί και αηδία, βλέποντας το έργο του έτσι άθλια τυπωμένο (Τα Νέα Γράμματα, τόμ. 5, σελ. 123, 1939)