ωρείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ωρείο | τα | ωρεία |
γενική | του | ωρείου | των | ωρείων |
αιτιατική | το | ωρείο | τα | ωρεία |
κλητική | ωρείο | ωρεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωρείο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ὡρεῖον < ελληνιστική κοινή ὡρεῖον < αρχαία ελληνική ὥρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yōr-ā < *yēr- / *yeh₁r- (έτος, εποχή)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωρείο ουδέτερο
- (παρωχημένο) χώρος αποθήκευσης (συνήθως των δημητριακών και των οσπρίων)
- ※ Σημαντικά κτίρια είναι το Καθολικό της Μονής, η Τράπεζα, το μαγειρείο, το Σκευοφυλάκιο, η Βιβλιοθήκη, το Ηγουμενείο, το Ωρείο και το εργαστήριο συντήρησης και αποκατάστασης έργων τέχνης και χειρογράφων. (nad.gr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)