ωριοσύνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωριοσύνη οι ωριοσύνες
      γενική της ωριοσύνης
    αιτιατική την ωριοσύνη τις ωριοσύνες
     κλητική ωριοσύνη ωριοσύνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωριοσύνη < ώριος + -οσύνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ωριοσύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • (λογοτεχνικό) ομορφιά, ομορφάδα, κάλλος [1][2]
    ※  κι εγώ πιστός προσκυνητής της πλάστρας ωριοσύνης (Περικλής Αρέτας (Ηλίας Βουτιερίδης), Ο Νουμάς, 1η του Μάη 1905, σελ. 11)
    ※  Σε κάθε ροδαυγή της όποιας μέρας, εδώ σε τούτο τον ευλογημένο, μαρτυρικό κι ηρωικό τόπο θαυμάζεις την ωριοσύνη της φύσης (Θεόδωρος Γ. Θανόπουλος, [2])
    ※  ... Με τα δικά της μάτια ανακάλυψα την ωριοσύνη που κοίτεται κρυμμένη μέσα στη ζωή... Σ' Εκείνη χρωστώ ό,τι είμαι... (Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισάβετ : φύλλα ημερολογίου, 1908)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Ωριοσύνη, livepedia
  2. Συνώνυμα και συγγενικά· Τέχνες και σύνεργα. Αθήνα, τυπογραφείο Εστίας, 1931 [1]