ωρολογοποιείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὡρολογοποιεῖον

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ωρολογοποιείο τα ωρολογοποιεία
      γενική του ωρολογοποιείου των ωρολογοποιείων
    αιτιατική το ωρολογοποιείο τα ωρολογοποιεία
     κλητική ωρολογοποιείο ωρολογοποιεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωρολογοποιείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὡρολογοποι(εῖον) > -είο. Μορφολογικά αναλύεται σε ωρολόγ(ιο) στη σημασία: ρολόι) + -ο- + -ποιείο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.ɾo.lo.ɣo.piˈi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐ρο‐λο‐γο‐ποι‐εί‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ωρολογοποιείο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]