Μετάβαση στο περιεχόμενο

ωρομίσθιο

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ωρομίσθιο τα ωρομίσθια
      γενική του ωρομίσθιου
& ωρομισθίου
των ωρομίσθιων
& ωρομισθίων
    αιτιατική το ωρομίσθιο τα ωρομίσθια
     κλητική ωρομίσθιο ωρομίσθια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ωρομίσθιο < ώρα + -ο- + μισθός + -ιο ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Stundenlohn)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ωρομίσθιο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]