ωσαννά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωσαννά < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὡσαννά < εβραϊκή הושענא (hosiana, hôšî‘â-nā’, σώσε τώρα! ή σώσε, προσευχόμαστε! επιφώνημα, δοξαστική επίκληση)[1] από τους Ψαλμούς Χαλέλ και τη γιορτή της Σκηνοπηγίας[2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.saˈna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐σαν‐νά
Επιφώνημα[επεξεργασία]
ωσαννά
- (θρησκεία) λατρευτικό επιφώνημα
- Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ωσαννά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα εβραϊκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιφωνήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)