ωσεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωσεί < αρχαία ελληνική ὡσεί
Επίρρημα[επεξεργασία]
ωσεί (τροπικό)
- σαν, με τον ίδιο τρόπο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ωσεί παρών: σαν να ήταν παρών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωσεί
|