ωσμοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ωσμοσκόπιο | τα | ωσμοσκόπια |
γενική | του | ωσμοσκόπιου & ωσμοσκοπίου |
των | ωσμοσκόπιων & ωσμοσκοπίων |
αιτιατική | το | ωσμοσκόπιο | τα | ωσμοσκόπια |
κλητική | ωσμοσκόπιο | ωσμοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωσμοσκόπιο ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη ωσμόμετρο