Μετάβαση στο περιεχόμενο

ωστικό κύμα

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
 δείτε τη λέξη  ωστικός (<ωθώ) και κύμα

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

ωστικό κύμα ουδέτερο

  • η υπό μορφή κύματος βίαιη μετατόπιση των μορίων του αέρα ως αποτέλεσμα μιας έκρηξης

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]