ωτολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωτολογικός < ωτολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ωτολογικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωτολογικός
|
ωτολογικός, -ή, -ό
|