ωτολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωτολογικός η ωτολογική το ωτολογικό
      γενική του ωτολογικού της ωτολογικής του ωτολογικού
    αιτιατική τον ωτολογικό την ωτολογική το ωτολογικό
     κλητική ωτολογικέ ωτολογική ωτολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωτολογικοί οι ωτολογικές τα ωτολογικά
      γενική των ωτολογικών των ωτολογικών των ωτολογικών
    αιτιατική τους ωτολογικούς τις ωτολογικές τα ωτολογικά
     κλητική ωτολογικοί ωτολογικές ωτολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωτολογικός < ωτολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ωτολογικός, -ή, -ό

  1. (ιατρική) που αναφέρεται στην ωτολογία ως επιστήμη
  2. που σχετίζεται με πρόβλημα των αυτιών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]