ωτοσκόπιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ωτοσκόπιο τα ωτοσκόπια
      γενική του ωτοσκοπίου
ωτοσκόπιου
των ωτοσκοπίων
    αιτιατική το ωτοσκόπιο τα ωτοσκόπια
     κλητική ωτοσκόπιο ωτοσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωτοσκόπιο < λόγ. ὠτοσκόπιον για να αποδώσει το γαλλικό otoscope < oto- ( αρχαία ελληνική γενική ὠτός της λέξης οὖς) + -scope ( < αρχαία ελληνική σκοπέω-σκοπῶ)


Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ωτοσκόπιο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]