ωφελιμότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωφελιμότητα οι ωφελιμότητες
      γενική της ωφελιμότητας των ωφελιμοτήτων
    αιτιατική την ωφελιμότητα τις ωφελιμότητες
     κλητική ωφελιμότητα ωφελιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωφελιμότητα < ωφέλιμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ωφελιμότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ωφέλιμου, η χρησιμότητα
    η ωφελιμότητα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης δεν αμφισβητείται πλέον

Μεταφράσεις[επεξεργασία]