ωχ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωχ < (ηχομιμητική λέξη) (από τον ήχο του αναστεναγμού)
Επιφώνημα[επεξεργασία]
ωχ
- χρησιμοποιείται για να δηλωθεί πόνος (σωματικός ή ψυχικός), στενοχώρια, δυσφορία κ.λπ.
- Ωχ, το κεφάλι μου!