ωχαδερφισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωχαδερφισμός < ωχ (επιφώνημα)+ αδερφός, από την έκφραση "ωχ αδερφέ!" που δηλώνει αδιαφορία ή αγανάκτηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωχαδερφισμός αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωχαδερφισμός