ωχρινοτρόπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ωχρινοτρόπος < ωχρινο(τροπίνη) + -τρόπος
Επίθετο[επεξεργασία]
ωχρινοτρόπος, -α / -ος, -ο
- που έχει σχέση με την ωχρινοτροπίνη, αναφέρεται σ’ αυτή ή την δημιουργεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωχρινοτρόπος
|