όγκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | όγκος | οι | όγκοι |
γενική | του | όγκου | των | όγκων |
αιτιατική | τον | όγκο | τους | όγκους |
κλητική | όγκε | όγκοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όγκος < αρχαία ελληνική ὄγκος
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
όγκος αρσενικό
- (μαθηματικά) ο χώρος που καταλαμβάνει ένα σώμα
- (ιατρική) μη φυσιολογική μάζα που έχει διευρυνθεί εις βάρος του οργανισμού εντός αυτού
- (συνεκδοχικά) μεγάλος όγκος