όζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | όζος | οι | όζοι |
γενική | του | όζου | των | όζων |
αιτιατική | τον | όζο | τους | όζους |
κλητική | όζε | όζοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όζος < αρχαία ελληνική ὄζος (κλάδος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
όζος αρσενικό
- ρόζος
- (ιατρική) τοπική διόγκωση ή υπερπλασία οργάνου
- κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό οι όζοι του θυρεοειδούς είναι καλοήθεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όζος