όι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- όι (επιφώνημα) < μεσαιωνική ελληνική όι < αρχαία ελληνική οἴ (προφέρεται όι) < (ηχομιμητική λέξη) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Επιφώνημα[επεξεργασία]
όι
- (λαϊκότροπο) για δήλωση πόνου, δυστυχίας κ.λπ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιφώνημα
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- όι < όχι με ... κατά το ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μόριο[επεξεργασία]
όι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όχι
|
Κατηγορίες:
- Σελίδες που χρειάζονται έλεγχο
- Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Επιφωνήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Μόρια (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)