όλμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὅλμος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο όλμος οι όλμοι
      γενική του όλμου των όλμων
    αιτιατική τον όλμο τους όλμους
     κλητική όλμε όλμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όλμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὅλμος (στρογγυλή πέτρα, γουδί), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική mortier λόγω της ομοιότητας της κάννης με γουδί [1][2]
Στρατιώτες γεμίζουν όλμο στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈol.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: όλ‐μος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

όλμος αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος, οπλισμός) πυροβόλο μικρού διαμετρήματος που μεταφέρεται εύκολα και χρησιμοποιείται κυρίως από το πεζικό για βολές μεγάλης καμπυλότητας
    συστοιχία όλμων: ολμοστοιχία
     συνώνυμα: ολμοβόλο
  2. βλήμα ολμοβόλου

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. όλμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. όλμοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)