όνος όνον τρίβει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όνος όνον τρίβει < (καθαρεύουσα) ὄνος ὄνον τρίβει (γάιδαρος γάιδαρο ξύνει) < λατινική asinus asinum fricat (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Έκφραση[επεξεργασία]

όνος όνον τρίβει

  1. (σκωπτικό) για συμπεριφορές μεταξύ ανάξιων ανθρώπων
  2. (ειδικότερα) για φιλοφρονήσεις και κολακείες μεταξύ ευτελών ανθρώπων

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • έκφραση με σχεδόν καθόλου χρήση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]