όνυχας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όνυχας < αρχαία ελληνική ὄνυξ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]όνυχας αρσενικό
- ημιπολύτιμος λίθος που αποτελεί κρυσταλλική μορφή του χαλαζία, είδος αχάτη με ζώνες σκουρόχρωμες και ανοιχτόχρωμες
- το νύχι· απαντάται μόνο στις φράσεις
- (μουσική) τύπος πένας
Σύνθετα
[επεξεργασία]- αετόνυχο
- αϊτόνυχο
- ανωνυχία
- βραχυωνυχία
- γαμψονυχία
- λευκονυχία
- λιονταρόνυχο
- ονυχογρύπωση
- ονυχοδυστροφία
- ονυχοκομία
- ονυχοκόμος
- ονυχοκρύπτωση
- ονυχοκύρτωση
- ονυχομαντεία
- ονυχομυκητίαση
- ονυχοπάθεια
- ονυχοπλαστική
- ονυχόσχαση
- ονυχοτιλλομανία
- ονυχοφαγία
- ονυχοφυΐα
- παρωνυχία
- παχυωνυχία
- ποδόνυχο
- σιδερόνυχο
- τραγόνυχο