όξινη βροχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | όξινη βροχή | οι | όξινες βροχές |
γενική | της | όξινης βροχής | των | όξινων βροχών |
αιτιατική | την | όξινη βροχή | τις | όξινες βροχές |
κλητική | όξινη βροχή | όξινες βροχές | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όξινη βροχή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική acid rain• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; , → δείτε τις λέξεις όξινος και βροχή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈo.ksi.ni vɾoˈçi/
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
όξινη βροχή θηλυκό
- (φυσική, χημεία) βροχή που περιέχει ρύπους και ειδικότερα ενώσεις θείου με συνέπεια να επιδρά δυσμενώς σε φυτά και ζώα. Οι ρύποι αυτής προέρχονται κυρίως από καύση ορυκτών υλών όπως τα πετρελαιοειδή.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όξινη βροχή
|
Κατηγορίες:
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)