όξω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όξω < μεσαιωνική ελληνική όξω < αρχαία ελληνική ἔξω
Επίρρημα[επεξεργασία]
όξω
- (λαϊκότροπο) (προφορικό) άλλη μορφή του έξω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όξω
→ δείτε τη λέξη έξω |