όποιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

πτώση ενικός
ονομαστική

όποιος

όποια

όποιο

γενική

όποιου
- οποιανού

όποιας
- οποιανής

όποιου
- οποιανού

αιτιατική

όποιο(ν)

όποια

όποιο

πτώση πληθυντικός
ονομαστική

όποιοι

όποιες

όποια

γενική

όποιων
- οποιανών

όποιων
- οποιανών

όποιων
- οποιανών

αιτιατική

όποιους
- οποιανούς

όποιες

όποια

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όποιος < λείπει η ετυμολογία

Αντωνυμία[επεξεργασία]

όποιος, -α, -ο

  1. (αναφορική) δηλώνει αόριστα κάθε μεμονωμένο μέλος του συνόλου στο οποίο αναφέρεται ο ομιλητής· εισάγει προτάσεις που έχουν και υποθετική χροιά
    όποιος αποφασίσει να πάει στο βουνό, ας είναι προετοιμασμένος κατάλληλα (=αν τυχόν κάποιος αποφασίσει ...)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]