όποιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική |
όποιος |
όποια |
όποιο |
γενική |
όποιου |
όποιας |
όποιου |
αιτιατική |
όποιο(ν) |
όποια |
όποιο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική |
όποιοι |
όποιες |
όποια |
γενική |
όποιων |
όποιων |
όποιων |
αιτιατική |
όποιους |
όποιες |
όποια |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όποιος < → λείπει η ετυμολογία
Αντωνυμία[επεξεργασία]
όποιος, -α, -ο
- (αναφορική) δηλώνει αόριστα κάθε μεμονωμένο μέλος του συνόλου στο οποίο αναφέρεται ο ομιλητής· εισάγει προτάσεις που έχουν και υποθετική χροιά
- όποιος αποφασίσει να πάει στο βουνό, ας είναι προετοιμασμένος κατάλληλα (=αν τυχόν κάποιος αποφασίσει ...)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]