Μετάβαση στο περιεχόμενο

όποτε

Από Βικιλεξικό

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

όποτε

  1. (χρονικός σύνδεσμος) σε απροσδιόριστα χρονικά σημεία, κάθε φορά που
    δεν γίνεται να με βρίζεις όποτε έχεις νεύρα από τη δουλειά σου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]