Μετάβαση στο περιεχόμενο

όραση

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όραση οι οράσεις
      γενική της όρασης* των οράσεων
    αιτιατική την όραση τις οράσεις
     κλητική όραση οράσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οράσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
όραση < ὁράω-ὁρῶ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈo.ɾa.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: όραση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

όραση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]