όραση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | όραση | οι | οράσεις |
| γενική | της | όρασης* | των | οράσεων |
| αιτιατική | την | όραση | τις | οράσεις |
| κλητική | όραση | οράσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, οράσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όραση < ὁράω-ὁρῶ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈo.ɾa.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐ρα‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]όραση θηλυκό
- μία από τις πέντε αισθήσεις· η ικανότητα ενός οργανισμού να προσλαμβάνει με τα μάτια οπτικά ερεθίσματα και να σχηματίζει οπτικές αναπαραστάσεις της εξωτερικής πραγματικότητας.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- όραση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- όραση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)