όρχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο όρχος οι όρχοι
      γενική του όρχου των όρχων
    αιτιατική τον όρχο τους όρχους
     κλητική όρχε όρχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όρχος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

όρχος αρσενικό

  1. ο στρατιωτικός σχηματισμός που σε καιρό πολέμου φροντίζει για τον ανεφοδιασμό, τη συντήρηση και την επισκευή διαφόρων υλικών
  2. το σύνολο των στρατιωτικών οχημάτων
  3. ο τόπος όπου είναι συγκεντρωμένα τα στρατιωτικά οχήματα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]