όσπριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όσπριο τα όσπρια
      γενική του οσπρίου
όσπριου
των οσπρίων
    αιτιατική το όσπριο τα όσπρια
     κλητική όσπριο όσπρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όσπριο < αρχαία ελληνική ὄσπριον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

όσπριο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]