όσπριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | όσπριο | τα | όσπρια |
γενική | του | οσπρίου & όσπριου |
των | οσπρίων |
αιτιατική | το | όσπριο | τα | όσπρια |
κλητική | όσπριο | όσπρια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όσπριο < αρχαία ελληνική ὄσπριον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
όσπριο ουδέτερο
- (συνήθως πληθυντικός) οι αποξηραμένοι σπόροι διαφόρων φυτών (φασόλια, φακές)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όσπριο
|