όφελος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | όφελος | οφέλη |
γενική | οφέλους | οφελών |
αιτιατική | όφελος | οφέλη |
κλητική | όφελος | οφέλη |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όφελος < αρχαία ελληνική ὄφελος < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *obʰelos < *h₃bʰel-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
όφελος ουδέτερο
- καλό αποτέλεσμα
- Η ποδηλασία προσφέρει πολλά οφέλη για την υγεία και το περιβάλλον.